ἔπαυλις ἐν ᾗ ὑ. CPHerm.44
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υοφορβία — ἡ, Α [ὑοφορβός] χοιροστάσιο … Dictionary of Greek
ὑοφόρβια — ὑοφόρβιον herd of swine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)